ποσίδεσμος

ποσίδεσμος
ὁ, Α
ο ποδόδεσμος, δεσμά για τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί τού πούς + δεσμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποσίδεσμος — foot shackler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσίδεσμον — ποσίδεσμος foot shackler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”